-
1 νόσος
Grammatical information: f.Meaning: `illness, disease', metaph. `distress, need' (Il.).Other forms: ep. Ion. νοῦσος (s. below).Compounds: Compp., e.g. νοσο-ποιέω `cause disease' (Hp.), ἐπί-νοσος `a prey of disease, unhealthy' (Hp., Arist.; Strömberg Prefix Studies 85).Derivatives: A. Adj.: 1. νοσερός `ill, unhealthy' (Hp., E.. Arist.); 2. νοσηρός `id.' (Hp., X.; ὑγιηρός Pi., Ion.) with νοσήριον (H. s. κηρέσιον; for νοσητήριον or νοσηρόν?); 3. νοσηλός `ill, sickly' (Hp.; rather from νοσέω, cf. Chantraine Form. 241) with νοσήλια n. pl. `sick-diet' (Opp.), νοσηλεύω, - ομαι `care for a patient, be ill' (Isoc., J.), νοσηλεία f. `nursing, morbidity' (S., J., Plu.); 4. νοσακερός `id.' (Arist.; after Poll. 3, 105 ἐσχάτως κωμικόν; on ακ-enlargement Frisk Nom. 62ff.); 5. νοσώδης `ill, unhealthy' (Hp., Att.); 6. Νόσιος surn. of Ζεύς (Miletos VI--Va). -- B. Verbs: 1. νοσέω `be ill' (Att., also Ion.) with νόσημα n. `illness' (IA.), with νοσημάτιον dimin. (Ar.), - τικός, *τώδης `sickly' (Arist.); 2. νοσεύομαι `be sickly' with νόσευμα `illness' (Hp.); 3. νοσάζομαι, -ω `be, make ill', νοσίζω `make ill' (Arist., Gal.). -- C. Substant. 1. νόσανσις f. `getting ill' (Arist.: ὑγίανσις; *νοσαίνω); 2. unclear νοσίμη (leg. - ήμη?) = νόσημα (Theognost.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: From νόσος: νοῦσος we conclude to *νόσϜος (Schulze Q. 115 with Aufrecht KZ 1, 120). Beside the also in Ionic younger νοσέω, ep. νοῦσος can also be understood as a false rewriting of ΝΟΣΟΣ for *νόσσος; then the ep. form must have been taken over by Hdt. and Hp. Schwyzer 227 a. 308, cf. Wackernagel Unt. 86; s. also Chantraine Gramm. hom. 1, 162 and Lejeune Traité de phon. 117. -- Several explanations, which have at best hypothetic value, as Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1897, 29ff. and IF 28, 363ff., Solmsen BphW 1906, 754f. (all noted by Bq; s. also WP. 2, 333). - The word could well be Pre-Greek (note the retained - σ-; not in Fur.)Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νόσος
-
2 νόσος
νόσος, ου, ἡ (Hom.+)① physical malady, disease, illness (freq. viewed in Mediterranean society as socially devaluing) lit. Ac 19:12; πεσούσης … εἰς ν. when (Artemilla) … became ill AcPl Ha 4, 15 (cp. ApcMos 5 περιπεσὼν εἰς ν.). W. μαλακία: θεραπεύειν πᾶσαν ν. Mt 4:23; 9:35; 10:1 (cp. Jos., Bell. 5, 383 πάσῃ ν.). νόσους θεραπεύειν Lk 9:1 (Just., A I, 48, 1 πάσας ν.). W. βάσανοι Mt 4:24. ἐθεράπευσεν πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις ν. he healed many who were sick w. various diseases Mk 1:34 (Tat. 20, 2 ποικίλαι ν.). ἀσθενοῦντες νόσοις ποικίλαις Lk 4:40. ἐθεράπευσεν πολλοὺς ἀπὸ νόσων he healed many people of their illnesses 7:21. Pass. ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν ν. 6:18. In imagery βαστάζειν τὰς ν. τινός bear someone’s diseases (after Is 53:4 where, however, LXX does not have νόσος) Mt 8:17; IPol 1:3.② moral malady, disease fig. ext. of 1: vice (Bias in Diog. L. 1, 86 νόσος ψυχῆς of a character defect; Just., D. 30, 1 τὸν λαὸν … ἐν νόσῳ ψυχικῇ ὑπάρχοντα; Herm. Wr. 12, 3 ἀθεότης; oft. Philo) ὁ μοιχὸς … τῇ ἰδίᾳ ν. τὸ ἱκανὸν ποιεῖ the adulterer gives satisfaction to his own diseased inclination Hs 6, 5, 5.—MGrmek, Diseases in the Ancient Greek World, tr. M and LMueller, ’89 [orig. French ’83].—DELG. M-M. TW. -
3 νόσος
νόσος, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. (not [dialect] Dor., cf. Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene)) [full] νοῦσος, ἡ,A sickness, disease, plague, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν (sc. Apollo),ὀλέκοντο δὲ λαοί Il.1.10
; ;δολιχὴ ν. 11.172
;νοῦσοι ἀργαλέαι Hes. Op.92
:— Phrases:ἐς ν. πεσεῖν A.Pr. 473
;ἐς ν. ἐμπίπτειν Antipho 1.20
;νόσον ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν X.Cyr.8.3.41
;μοι ν. ἐπήλυθεν Od.11.200
;νόσῳ ληφθέντι S.Tr. 445
; κάμνειν νόσον, ὑπὸ νόσου, v. κάμνω; ἀσθενεῖν ταύτην τὴν νόσον Isoc.19.24;ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Hdt.1.22
; θήλεα ν. ib. 105, cf. Hdn.4.12.2; ἱερὰ νόσος, v. ἱερός IV. 8: ν. defined, Gal.7.43.2 disease of mind, esp. caused by madness, passion, vice, etc.,ν. φρενῶν A.Pers. 750
(troch.); θεία ν., i.e. madness, S.Aj. 185 (lyr.); μανιάσιν ν. ib.59; λυσσώδη ν. ib. 452; of love, Id.Tr. 491;Ἀφροδίτας ν. E.Hipp. 767
(lyr.);ἀκόλαστον ἔσχε γλῶσσαν, αἰσχίστην ν. Id.Or.10
;τῆς μεγίστης ν., ἀνοίας Pl.Lg. 691d
; ν. καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας; Id.Sph. 228a. -
4 νόσος
νόσοςsickness: fem nom sg -
5 νόσος
νόσος, νοῡσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
ἰατῆρα θερμᾶν νόσων P. 3.66
βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ P. 5.63
νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41
Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) P. 4.293 -
6 νόσος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > νόσος
-
7 νόσος
-ου + ἡ N 2 4-2-1-2-2=11 Ex 15,26; Dt 7,15; 28,59; 29,21; 2 Chr 21,15Cf. HORSLEY 1987, 248-249; →TWNT -
8 νόσος
diseaseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νόσος
-
9 νούσω
νόσοςsickness: fem nom /voc /acc dual (epic ionic)νόσοςsickness: fem gen sg (epic doric ionic aeolic)νοῦσοςsickness: fem nom /voc /acc dualνοῦσοςsickness: fem gen sg (doric aeolic)——————νόσοςsickness: fem dat sg (epic ionic)νοῦσοςsickness: fem dat sg -
10 νόσω
νόσοςsickness: fem nom /voc /acc dualνόσοςsickness: fem gen sg (doric aeolic)——————νόσοςsickness: fem dat sg -
11 νούσοιο
νόσοςsickness: fem gen sg (epic ionic)νοῦσοςsickness: fem gen sg (epic) -
12 νούσοις
νόσοςsickness: fem dat pl (epic ionic)νοῦσοςsickness: fem dat pl -
13 νούσοισι
νόσοςsickness: fem dat pl (epic ionic aeolic)νοῦσοςsickness: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
14 νούσοισιν
νόσοςsickness: fem dat pl (epic ionic aeolic)νοῦσοςsickness: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
15 νούσου
νόσοςsickness: fem gen sg (epic ionic)νοῦσοςsickness: fem gen sg -
16 νούσους
νόσοςsickness: fem acc pl (epic ionic)νοῦσοςsickness: fem acc pl -
17 νούσων
νόσοςsickness: fem gen pl (epic ionic)νοῦσοςsickness: fem gen pl -
18 νόσοι
νόσοςsickness: fem nom /voc pl -
19 νόσοις
νόσοςsickness: fem dat pl -
20 νόσοισι
νόσοςsickness: fem dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
νόσος — sickness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
Λιτλ, νόσος του- — Νόσος που προσβάλλει το νευρικό σύστημα του νεογνού. Έλαβε την ονομασία της από τον Άγγλο γιατρό Γουίλιαμ Λιτλ (William Little, 1810 1894). Χαρακτηρίζεται από σπαστικότητα (μερικές ομάδες μυών μένουν σταθερά συσπασμένες) και παράλυση κυρίως των… … Dictionary of Greek
νόσος — η ασθένεια, αρρώστια, λοιμός, επιδημία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτοσπείρωση ή νόσος του Βάιλ — Λοιμώδης νόσος οφειλόμενη στο βακτηρίδιο σπειροχαίτη, συχνό παράσιτο των αρουραίων, το οποίο εκκρίνεται στα ούρα τους μολύνοντας τα νερά. Η νόσος προσβάλλει τα ζώα και περιστασιακά τον άνθρωπο, αν έρθει σε επαφή με το βακτηρίδιο. Η κλινική εικόνα … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… … Dictionary of Greek
άνθρακας ή νόσος του άνθρακα — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο βακτηρίδιο ή βάκιλο του ά., μικρόβιο που παράγει σπόρους ανθεκτικότατους στους φυσικούς και χημικούς παράγοντες. Προσβάλλει συνήθως πρόβατα, χοίρους, βοοειδή και άλογα, και γι’ αυτό μπορεί να… … Dictionary of Greek
έκτη νόσος — Μολυσματική νόσος, που χαρακτηρίζεται από εξάνθημα και πυρετό και η οποία εκδηλώνεται σε βρέφη 6 μηνών έως 2 ετών και, σπανιότερα, σε βρέφη 2 μηνών και παιδιά 13 έως 14 ετών. Διαρκεί έως τέσσερις ημέρες … Dictionary of Greek
λεγεωνάριων, νόσος — Λοιμώδης νόσος που προκαλείται από το βακτηρίδιο Legionella pneumophila, το οποίο μπορεί να μολύνει το νερό ή τα συστήματα κλιματισμού. Η κλινική εκδήλωση περιλαμβάνει υψηλό πυρετό, πονοκέφαλο, κοιλιακό πόνο και πνευμονία, ενώ επίσης μπορεί να… … Dictionary of Greek